εξηκονταετής — ές (AM εξηκονταέτης, ες) αυτός που έχει ηλικία εξήντα ετών νεοελλ. 1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια εξήντα ετών 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εξηκονταετής, η εξηκονταέτις ηλικίας εξήντα ετών ο εξηντάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + ετής (< … Dictionary of Greek
ἑξηκονταέτη — ἑξηκονταέτης sixty years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκονταετῶν — ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκονταέτους — ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηκονταετία — η (AM ἑξηκονταετία) [εξηκονταετής] χρονική περίοδος εξήντα ετών … Dictionary of Greek
υπερεξηκοντούτης — ο / ὑπερεξηκοντέτης, ες, ΝΑ αυτός που έχει ηλικία μεγαλύτερη από εξήντα χρονών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἑξηκοντούτης, ἑξηκονταέτης] … Dictionary of Greek
ՎԱԹՍՆԱՄԵԱՆ — (ենի, ից.) NBH 2 0769 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. ἐξηκονταέτης sexagenarius, sexaginta annos agens. Վաթսուն ամաց. վաթսուն տարուան՝ տարեկան. *Ի քսանամենից մինչեւ ցվաթսնամեանս: Ի վաթսնամենից եւ ʼի վեր. Ղեւտ. ՟Ի՟Է. 3. 7:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)